- εκλογιστία
- ἐκλογιστία, η (Α)1. υπολογισμός, λογαριασμός2. λογιστική υπηρεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλογιστίαν — ἐκλογιστίᾱν , ἐκλογιστία reckoning fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)